- ἱπποδρόμος
- ἱπποδρόμοςchariot-roadmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἱπποδρόμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόδρομος — chariot road masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιππόδρομος — ο ιπποδρόμιο: Φαληρικός ιππόδρομος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱπποδρόμω — ἱππόδρομος chariot road masc nom/voc/acc dual ἱππόδρομος chariot road masc gen sg (doric aeolic) ἱπποδρόμος chariot road masc nom/voc/acc dual ἱπποδρόμος chariot road masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμοις — ἱππόδρομος chariot road masc dat pl ἱπποδρόμος chariot road masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμου — ἱππόδρομος chariot road masc gen sg ἱπποδρόμος chariot road masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμους — ἱππόδρομος chariot road masc acc pl ἱπποδρόμος chariot road masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδρόμω — Ἱπποδρόμος masc nom/voc/acc dual Ἱπποδρόμος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)